- δαφνο-κόμης
δαφνο-κόμης, ὁ, = folgdm, Φοῖβος Opp. C. 1, 365.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαφνο-κόμης, ὁ, = folgdm, Φοῖβος Opp. C. 1, 365.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κισσοκόμης — κισσοκόμης, ὁ (Α) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + κόμης (< κόμη), πρβλ. δαφνο κόμης, χρυσο κόμης] … Dictionary of Greek
μελαγκόμης — και μελανοκόμης, δωρ. τ. μελαγκόμας, ὁ (Α) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόμης (< κόμη), πρβλ. αβρο κόμης, δαφνο κόμης] … Dictionary of Greek