δαφνη-φάγος

δαφνη-φάγος

δαφνη-φάγος, Lorbeer essend, λαιμοί Lycophr. 6, d. i. begeistert.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαφνηφάγος — δαφνηφάγος, ον (Α) αυτός που έφαγε φύλλα δάφνης, ο εμπνευσμένος από τον Απόλλωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β τού εσθίω (πρβλ. αρτοφάγος, ιχθυοφάγος, μοσχοφάγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”