- δαφνωτός
δαφνωτός, lorbeerartig, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαφνωτός, lorbeerartig, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαφνωτός — ή, ό (AM δαφνωτός, ή, όν) όμοιος με δάφνη μσν. νεοελλ. στολισμένος με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα φύλλων ή κλάδων δάφνης νεοελλ. (για τόπο) γεμάτος δάφνες … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek