- μαντῷος
μαντῷος, α, ον, = μαντεῖος; τέχνη, Leo phil. 2 (IX, 201); Ἀπόλλων, Plut. tranqu. an. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαντῷος, α, ον, = μαντεῖος; τέχνη, Leo phil. 2 (IX, 201); Ἀπόλλων, Plut. tranqu. an. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαντώος — μαντῷος, ῴα, ον (AM) μαντείος, μαντικός, προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + κατάλ. ῷος, πιθ. κατά τό ἡρῷος] … Dictionary of Greek
μαντῷος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντῷον — μαντῷος masc acc sg μαντῷος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
μαντῴης — μαντῴ̱ης , μαντῷος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντῴοις — μαντῴ̱οις , μαντῷος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντῴου — μαντῴ̱ου , μαντῷος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)