μαντοσύνη

μαντοσύνη

μαντοσύνη, , die Wahrsagerkunst; ἣν διὰ μαντοσύνην, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων, Il. 1, 72, u. im plur., ᾔδεε μαντοσύνας, 2, 832. 11, 330; ϑησαυρὸς μαντοσύνας Pind. Ol. 6, 66.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαντοσύνη — η (Α μαντοσύνη) η μαντική τέχνη αρχ. μαντεία, προφητεία, πρόβλεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντης, κατά τα θηλ. σε σύνη] …   Dictionary of Greek

  • μαντοσύνη — μαντόσυνος oracular fem nom/voc sg (attic epic ionic) μαντοσύνη the art of divination fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντοσύνῃ — μαντόσυνος oracular fem dat sg (attic epic ionic) μαντοσύνη the art of divination fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντοσύνη — η η μαντική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαντοσυνῶν — μαντοσύνη the art of divination fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντοσύναι — μαντοσύνᾱͅ , μαντόσυνος oracular fem dat sg (doric aeolic) μαντοσύνη the art of divination fem nom/voc pl μαντοσύνᾱͅ , μαντοσύνη the art of divination fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντοσύνας — μαντοσύνᾱς , μαντόσυνος oracular fem acc pl μαντοσύνᾱς , μαντόσυνος oracular fem gen sg (doric aeolic) μαντοσύνᾱς , μαντοσύνη the art of divination fem acc pl μαντοσύνᾱς , μαντοσύνη the art of divination fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαντόσυνος — μαντόσυνος, ύνη, ον (Α) [μαντοσύνη] μαντικός («ὅταν θεοῡ μαντόσυνοι πνεύσωσ ἀνάγκαι», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • μαντοσυνάων — μαντοσυνά̱ων , μαντόσυνος oracular masc/fem gen pl (epic aeolic) μαντοσυνά̱ων , μαντοσύνη the art of divination fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαντοσυνέων — μαντόσυνος oracular masc/fem gen pl (epic ionic) μαντοσύνη the art of divination fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”