- ξαντικός
ξαντικός, zum Wollekrempeln gehörig; ἡ ξαντική, die Wollekrempelkunst, neben νηστική, Plat. Polit. 282 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξαντικός, zum Wollekrempeln gehörig; ἡ ξαντική, die Wollekrempelkunst, neben νηστική, Plat. Polit. 282 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξαντικός — of or for wool carding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαντικός — ή, ό (Α ξαντικός, ή, όν) [ξάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική η τέχνη τού λαναρίσματος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ξαντικόν — ξαντικός of or for wool carding masc acc sg ξαντικός of or for wool carding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαντικῆς — ξαντικός of or for wool carding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαντική — ξαντικός of or for wool carding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαντικήν — ξαντικός of or for wool carding fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξανθικός — και Ξανδικός και Ξαντικός, ὁ (Α) (στους Μακεδόνες και στους Γαζαίους) ονομασία τού ρωμαϊκού μήνα Απριλίου … Dictionary of Greek
ԱՐԵԳ — (ի.) NBH 1 0351 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c, 13c գ. ութերորդ ամիս հայոց՝ շարժական, որ յայլ եւ այլ դարս համեմատի այլ եւ այլ ամսոց այլոց ազգաց: Արմատ է բառիս Արեգակն. վասն որոյ ʼի Հին բռ. գրի. *Արեգ. մեծ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)