μαντι-πόλος

μαντι-πόλος

μαντι-πόλος, sich mit dem Wahrsagen beschäftigend, weissagend; βάκχη, Eur. Hec. 120; sp. D., χείρ, Nonn. D. 12, 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

  • μελισσοπόλος — και αττ. τ. μελιττοπόλος, ον (Α) μελισσοκόμος, μελισσονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόλος (< πέλομαι «προέρχομαι, γίνομαι»), πρβλ. ιππο πόλος, μαντι πόλος] …   Dictionary of Greek

  • μετεωροπόλος — μετεωροπόλος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με υψηλά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω»), πρβλ. μαντι πόλος, νυκτι πόλος] …   Dictionary of Greek

  • μεσαιπόλος — μεσαιπόλος, ον (Α) αυτός που πλέει στο μέσο τού ωκεανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * (για το αι βλ. μεσ[ο] *) + πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω» πρβλ. μαντι πόλος, ονειροπόλος)] …   Dictionary of Greek

  • νυκτιπόλος — νυκτιπόλος, ον (Α) 1. (ιδίως για οπαδούς τού Βάκχου) αυτός που περιπλανάται κατά τη διάρκεια τής νύχτας 2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνυμία τής Περσεφόνης, τής Εκάτης, τού Διονύσου και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”