- δασ-ώδης
δασ-ώδης, ες, waldig, τόπος Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασ-ώδης, ες, waldig, τόπος Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικτερώδης — ἰκτερώδης, ες (Α) ικτερικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + κατάλ. ώδης, (πρβλ. δασ ώδης, ελ ώδης)] … Dictionary of Greek