- δασμο-λόγος
δασμο-λόγος, ὁ, Tributeinnehmer, VLL., Strab. X p. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασμο-λόγος, ὁ, Tributeinnehmer, VLL., Strab. X p. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθολόγος — κριθολόγος, ον (Α) 1. αυτός που μαζεύει κριθάρι 2. (στους Οπουντίους) αυτός που προΐστατο στις θυσίες και έφερε το πρώτο κριθάρι που παραγόταν για να γίνει η θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + λόγος (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δασμο λόγος, σταχυη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… … Dictionary of Greek