- δασύ-φλοιος
δασύ-φλοιος, mit rauher Schaale, κάστανον Nic. Al. 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασύ-φλοιος, mit rauher Schaale, κάστανον Nic. Al. 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύφλοιος — ον, Α (για δένδρα) 1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό 2. (κατ. επέκτ.) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ φλοιος). Για το θ. τού α… … Dictionary of Greek