δασύτης

δασύτης

δασύτης, ητος, ἡ, 1) das Behaartsein, Arist. physiogn. 6; plur., D. Sic. 3, 35. – 2) die Aspiration der Buchstaben, Pol. 10, 47; Dion. Hal. C. V. p. 174, Ggstz ψιλότης; vgl. Ath. IX, 397 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δασύτης — roughness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτησι — δασύτης roughness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτησιν — δασύτης roughness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτητα — δασύτης roughness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτητας — δασύτης roughness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτητι — δασύτης roughness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύτητος — δασύτης roughness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • δασύτητα — η (AM δασύτης) [δασύς] 1. η πυκνότητα 2. το να έχει κανείς πυκνές τρίχες 3. η προφορά φθόγγου με δασύ πνεύμα νεοελλ. φρ. «δασύτητα πυρίτιδας» το ειδικό βάρος τής πυρίτιδας …   Dictionary of Greek

  • ԹԱՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0800 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 13c գ. δασύτης densitas, pilositas, et aspiratio vocis Հոծութիւն կամ թանձրութիւն տերեւոց, մազից, գիսոց. եւ Հաստութիւն հնչման, տառից. ... *Վասն թաւութեան զնոյնս պարտ էր կարգել ʼի գրի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”