- δασύ-στηθος
δασύ-στηθος, dasselbe, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασύ-στηθος, dasselbe, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λασιόστερνος — η, ο (Α λασιόστερνος, ον) αυτός που έχει δασύ στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος, καλλί στερνος] … Dictionary of Greek
δασύς, -ιά, -ύ — 1. μαλλιαρός, δασύτριχος: Το δασύ στήθος του φαινόταν καθαρά μέσα από το ξεκούμπωτο πουκάμισο. 2. πυκνός, πυκνόφυλλος, παχύς: Σήκωσε με απορία τα δασιά του φρύδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)