- δασ-όφρυς
δασ-όφρυς, υος, mit dichten Augenbrauen, Adamant. physiogn. 2, 26
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασ-όφρυς, υος, mit dichten Augenbrauen, Adamant. physiogn. 2, 26
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανόφρυς — κυανόφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] … Dictionary of Greek
λασιόφρυς — λασιόφρυς, υ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + ὀφρῡς (πρβλ. δάσ οφρυς, λεύκ οφρυς)] … Dictionary of Greek