- δασυ-κνήμῑς
δασυ-κνήμῑς, ῑδος, = folgdm, Πάν Nonn. D. 14, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασυ-κνήμῑς, ῑδος, = folgdm, Πάν Nonn. D. 14, 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκοκνήμις — ιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κνημίς, ίδος (πρβλ. ἐϋ κνήμις, δασυ κνήμις)] … Dictionary of Greek
εϋκνήμις — ἐϋκνήμις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ. β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ.) ο καλά οπλισμένος 3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις… … Dictionary of Greek