δασυ-γένειος

δασυ-γένειος

δασυ-γένειος, mit dickem Bart, Tzetz. zu Lycophr. 307.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • πυρρογένειος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα γένια, κοκκινογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + γένειος (< γένειον), πρβλ. δασυ γένειος] …   Dictionary of Greek

  • σπανογένειος — ον, Α αυτός που δεν έχει γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + γένειος (< γένειον), πρβλ. δασυ γένειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”