- δασυ-πώγων
δασυ-πώγων, ωνος , mit dichtem Bart, Ar. Th. 33; Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασυ-πώγων, ωνος , mit dichtem Bart, Ar. Th. 33; Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλοπώγων — μεγαλοπώγων, ωνος, ὁ (Μ) αυτός που έχει μεγάλη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. δασυ πώγων, μακρο πώγων)] … Dictionary of Greek
πολιοπώγων — ωνος, ὁ, Μ αυτός που έχει γκρίζα γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πώγων «γένια» (πρβλ. δασυ πώγων, μακρο πώγων)] … Dictionary of Greek
τραχυπώγων — ωνος, ὁ, Μ (για τράγο) αυτός που έχει τραχύ πώγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πώγων (< πώγων, ωνος), πρβλ. δασυ πώγων. οξυπώγων] … Dictionary of Greek
χαλκοπώγων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χαλκόχρωμο πώγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πώγων (πρβλ. δασυ πώγων, τραγο πώγων)] … Dictionary of Greek
υπήνη — η / ὑπήνη, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο τού ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι αρχ. 1. το μέρος τού προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ… … Dictionary of Greek