μναστήρ

μναστήρ

μναστήρ, , u. μνάστειρα, , dor, = μνηστήρ u. μνήστειρα. Bei Hesych. auch ein Monatsname.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μναστήρ — μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας …   Dictionary of Greek

  • μναστῆρ' — μνᾱστῆρα , μνηστήρ wooer fem acc sg (doric) μνᾱστῆρι , μνηστήρ wooer fem dat sg (doric) μνᾱστῆρε , μνηστήρ wooer fem nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μναστήρ — μνᾱστήρ , μνηστήρ wooer fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”