- δαρειο-γενής
δαρειο-γενής, ές, vom Darius abstammend, Aesch. Pers. 6. 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαρειο-γενής, ές, vom Darius abstammend, Aesch. Pers. 6. 141.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Καδμογενής — Καδμογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από τον Κάδμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάδμος + γενής (< γένος), πρβλ. Δαρειο γενής, Περσο γενής] … Dictionary of Greek
Δαρειογενής — Δαρειογενής, ές (Α) ο γεννημένος από τον Δάρειο («Ξέρξης βασιλεύς Δαρειογενής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Δαρείος + γενής*] … Dictionary of Greek