δαπανηρός — lavish masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρός — ή, ό (AM δαπανηρός, ά, όν) [δαπάνη] 1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα 2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος αρχ. φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει … Dictionary of Greek
δαπανηρός — ή, ό 1. αυτός που κοστίζει πολλά χρήματα: Η συντήρηση ενός μεγάλου σπιτιού είναι δαπανηρή. 2. ο σπάταλος, ο πολυέξοδος: Η ζωή που κάνει είναι εξαιρετικά δαπανηρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαπανηρά — δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc pl δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc/acc dual δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρότερον — δαπανηρός lavish adverbial comp δαπανηρός lavish masc acc comp sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηροτέρων — δαπανηρός lavish fem gen comp pl δαπανηρός lavish masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρῶν — δαπανηρός lavish fem gen pl δαπανηρός lavish masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηρόν — δαπανηρός lavish masc acc sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηραί — δαπανηρός lavish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηροτάτοις — δαπανηρός lavish masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαπανηροῖς — δαπανηρός lavish masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)