δαπανηρός

δαπανηρός

δαπανηρός, 1) Aufwand machend, verschwenderisch, Plat. Rep. VIII, 564 b; Xen. Mem. 2, 6, 2 u. Folgde. – 2) von Sachen, Aufwand erfordernd, kostspielig, πόλεμος Dem. 5, 5; λειτουργίαι Arist. Pol. 5, 8. – Adv., Xen. Hell. 6, 5, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαπανηρός — lavish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρός — ή, ό (AM δαπανηρός, ά, όν) [δαπάνη] 1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα 2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος αρχ. φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει …   Dictionary of Greek

  • δαπανηρός — ή, ό 1. αυτός που κοστίζει πολλά χρήματα: Η συντήρηση ενός μεγάλου σπιτιού είναι δαπανηρή. 2. ο σπάταλος, ο πολυέξοδος: Η ζωή που κάνει είναι εξαιρετικά δαπανηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαπανηρά — δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc pl δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc/acc dual δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρότερον — δαπανηρός lavish adverbial comp δαπανηρός lavish masc acc comp sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηροτέρων — δαπανηρός lavish fem gen comp pl δαπανηρός lavish masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρῶν — δαπανηρός lavish fem gen pl δαπανηρός lavish masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρόν — δαπανηρός lavish masc acc sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηραί — δαπανηρός lavish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηροτάτοις — δαπανηρός lavish masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηροῖς — δαπανηρός lavish masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”