- μεῖδος
μεῖδος, τό, = μείδημα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεῖδος, τό, = μείδημα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μείδος — μεῑδος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μείδημα, γέλως». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από μειδιῶ] … Dictionary of Greek
αγλαομειδής — ἀγλαομειδής, ές (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που χαμογελά εύθυμα, χαρωπά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μειδιῶ ή μεῖδος] … Dictionary of Greek
αειμειδής — ές αυτός που διαρκώς χαμογελάει, φιλομειδής, γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Όπως και το φιλο μειδής, είναι δυνατό να παράγεται ή απευθείας από το μειδιώ ή από το μεῖδος (= γέλως), που σώζεται μόνο στον Ησύχιο] … Dictionary of Greek
(s)mei-1, smeu- — (s)mei 1, smeu English meaning: to laugh, surprise Deutsche Übersetzung: “lächeln, erstaunen” Material: O.Ind. smáyatē, ati “lächelt”, Kaus. smüpayati; smita “lächelnd”, vi smita “erstaunt”, smaya n. “ astonishment “, smēra… … Proto-Indo-European etymological dictionary