- μεῖστος
μεῖστος, p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεῖστος, p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μείστος — μεῑστος, η, ον (ΑM) 1. ελάχιστος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑστον τουλάχιστον. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού μείων (πρβλ. πλείστος)] … Dictionary of Greek
μεῖστος — least masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεῖστον — μεῖστος least masc acc sg μεῖστος least neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεῖστα — μεῖστος least neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)