νεώλκιον

νεώλκιον

νεώλκιον, τό, der Ort, wohin das Schiff ins Trockene gebracht wird; bei Hesych. steht falsch νεόλκιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεώλκιον — dry dock neut nom/voc/acc sg νεωλκέω haul a ship up on land imperf ind act 3rd pl (doric) νεωλκέω haul a ship up on land imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωλκίῳ — νεώλκιον dry dock neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεώλκια — νεώλκιον dry dock neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • νεώλκιο — και νεωλκείο, το (Α νεώλκιον) [νεωλκός] ναυτ. κεκλιμένο επίπεδο στην ακτογραμμή πάνω στο οποίο ανελκύονται τα μικρά πλοία για επιθεώρηση, επισκευή ή χρωματισμό τών υφάλων και καθαρισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”