- νεᾱνίσκευμα
νεᾱνίσκευμα, τό, = νεᾱνίευμα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεᾱνίσκευμα, τό, = νεᾱνίευμα, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεανίσκευμα — νεανίσκευμα, τὸ (Α) [νεανισκεύομαι] συν. στον πληθ. τὰ νεανισκεύματα εορταστικοί αγώνες στη Ρώμη σε ανάμνηση τής ενηλικίωσης τού Νέρωνος … Dictionary of Greek