- νεᾱνισκεύομαι
νεᾱνισκεύομαι, ein νεανίσκος, Jüngling sein; Amphis u. Posidipp. bei Phot. u. Suid.; Xen. Cyr. 1, 2, 15, für ἐν τοῖς ἐφήβοις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεᾱνισκεύομαι, ein νεανίσκος, Jüngling sein; Amphis u. Posidipp. bei Phot. u. Suid.; Xen. Cyr. 1, 2, 15, für ἐν τοῖς ἐφήβοις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεανισκεύομαι — (Α) [νεανίσκος] βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
νεανισκευομένων — νεᾱνισκευομένων , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp fem gen pl νεᾱνισκευομένων , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκευμα — νεανίσκευμα, τὸ (Α) [νεανισκεύομαι] συν. στον πληθ. τὰ νεανισκεύματα εορταστικοί αγώνες στη Ρώμη σε ανάμνηση τής ενηλικίωσης τού Νέρωνος … Dictionary of Greek
νεανισκευομένη — νεᾱνισκευομένη , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανισκεύεσθαι — νεᾱνισκεύεσθαι , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανισκεύεται — νεᾱνισκεύεται , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)