νεών

νεών

νεών, ῶνος, ὁ, ion. = νεώριον, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Νεών — Νεῶν masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεών — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ν. ο μάρτυς. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Απριλίου. 2. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * νεών, ὁ (Α) νεώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς + κατάλ. ών (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • νεών — νεώ̆ν , ναός 2 Ma. masc acc sg (attic epic ionic) ναῦς ship gen pl (attic) νεών masc nom/voc sg νεώ̆ν , νεώς 2 Ma. masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νεῶν — Νέη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεῶν — ναός 2 Ma. masc gen pl (attic epic ionic) ναῦς ship fem gen pl (epic doric ionic) νέα fem gen pl νεάω plough up pres part act masc voc sg νεάω plough up pres part act neut nom/voc/acc sg νεάω plough up pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέων — νέος young fem gen pl νέος young masc/neut gen pl νέος young masc/fem/neut gen pl (attic) νέω swim pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) νέω 1 swim pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) νέω 2 spin pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκάλα Νέων Κυδωνιών — Παράλιος οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Κυδωνιών …   Dictionary of Greek

  • Χριστιανική Αδελφότης Νέων — (XAN). Διεθνής οργάνωση που αποβλέπει στην ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων, με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου. Η δράση της καθορίζεται από καταστατικό που εγκρίθηκε το 1885 στο Παρίσι. Η XAN ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1844 από τον Γ. Ουίλιαμς, με σκοπό …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Νέων Κερδυλίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφίπολης …   Dictionary of Greek

  • Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”