- νε-ήμελκτος
νε-ήμελκτος, frisch gemolken, Nic. Alc. 310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νε-ήμελκτος, frisch gemolken, Nic. Alc. 310.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεήμελκτος — και νεάμελκτος, έλκτη, ον (Α) (για αγγείο) αυτός στον οποίο αρμέχθηκε γάλα πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ήμελκτος (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. αν ήμελκτος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek