βιώσιμος

βιώσιμος

βιώσιμος, ον, lebenswerth, zu leben, τίγὰρ μόνῃ μοι τῆςδ' ἄτερ βιώσιμον; was soll ich ohne sie leben? was habe ich für Freude am Leben? Soph. Ant. 362; οὐ βιώσιμον Eur. Herc. far. 606; χρόνος Alc. 653; οὐ β. οἱ εἶναι Her. 1, 45; οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα τοῖς ἀνϑρώποις 3, 109; Sp., wie Arr. An. 2, 4, 11 u. öfter; οὐκ οἶδ' εἰ βιώσιμός ἐστιν. von einem schwer Kranken, Poll. 8, 79.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βιώσιμος — to be lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… …   Dictionary of Greek

  • βιώσιμος — η, ο 1. αυτός που έχει πιθανότητες να ζήσει, που μπορεί να ζήσει: Τα πρόωρα βρέφη παλαιότερα δύσκολα ήταν βιώσιμα. 2. μτφ., η πιθανότητα να επιβιώσει κάτι κυρίως οικονομικά: Φοβάμαι πως η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιωσίμως — βιώσιμος to be lived adverbial βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμον — βιώσιμος to be lived masc/fem acc sg βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμου — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμους — βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμων — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμα — βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμοι — βιώσιμος to be lived masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνιμος — η, ο (AM γόνιμος, ον) [γόνος] 1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος 2. δημιουργικός, εφευρετικός 3. αποτελεσματικός αρχ. 1. γνήσιος 2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος 3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”