βιώσιμος — to be lived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… … Dictionary of Greek
βιώσιμος — η, ο 1. αυτός που έχει πιθανότητες να ζήσει, που μπορεί να ζήσει: Τα πρόωρα βρέφη παλαιότερα δύσκολα ήταν βιώσιμα. 2. μτφ., η πιθανότητα να επιβιώσει κάτι κυρίως οικονομικά: Φοβάμαι πως η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιωσίμως — βιώσιμος to be lived adverbial βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιώσιμον — βιώσιμος to be lived masc/fem acc sg βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιωσίμου — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιωσίμους — βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιωσίμων — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιώσιμα — βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιώσιμοι — βιώσιμος to be lived masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνιμος — η, ο (AM γόνιμος, ον) [γόνος] 1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος 2. δημιουργικός, εφευρετικός 3. αποτελεσματικός αρχ. 1. γνήσιος 2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος 3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών… … Dictionary of Greek