νείαιρα

νείαιρα

νείαιρα, (eine Art comparat. zu νέος, vgl. νείατος); bei Hom. nur in der Vrbdg νείαιρα γαστήρ, der untere Theil des Bauches, der Unterleib, IL. 5, 539. 16, 485. 17, 519 (vgl. ὕστερος); σάρξ, Nic. Al. 270; bei Hippocr. subst. ἡ ν., der Unterleib, νείαιραν εἰς πλευράν, Eur. Rhes. 794.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νειαίρα — νειαίρᾱ , νείαιρα lower fem nom/voc/acc dual νειαίρᾱ , νείαιρα lower fem nom/voc/acc dual (ionic) νειαίρᾱ , νείαιρα lower fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νείαιρα — και νέαιρα και νεῑρα και νειρή και ιων. τ. νείαιρη, ἡ (Α) 1. ως επίθ. α) (συχνότατα με το ουσ. γαστήρ) το κάτω μέρος τής κοιλιάς («τὸν βάλε νείαιραν κατὰ γαστέρα», Ομ. Ιλ.) β) (για μέρος τού σώματος) τελευταίος («νείαιραν σάρκα», Νίκ.) 2. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • νείαιρα — lower fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νειαίρης — νείαιρα lower fem gen sg (epic ionic) νείαιρα lower fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νειαίρῃ — νείαιρα lower fem dat sg (epic ionic) νείαιρα lower fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νειαίρη — νείαιρα lower fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νειαίρην — νείαιρα lower fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νείαιραν — νείαιρα lower fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νειρός — (I) νειρός, ά, όν (Α) 1. έσχατος, κατώτατος («ἐν χθονὸς νειροῑς μυχοῑς», Λυκόφρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νειρά η νείαιρα*, το υπογάστριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῖρα (βλ. λ. νείαιρα)]. (II) νειρός, ά, όν (Α) ισχυρός, ορμητικός, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • νέαιρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γυναίκα του Αλεού και μητέρα της Αύγης, του Κηφέα και του Λυκούργου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, υπήρξε γυναίκα του γιου του Ερμή Αυτόλυκου. 2. Μια από τις κόρες της Νιόβης και του Αμφίωνα. 3. Γυναίκα του Στρυμόνα, με …   Dictionary of Greek

  • en1 —     en1     English meaning: in, *into, below     Deutsche Übersetzung: “in”     Note: (: *n̥; Slav. also *on?); eni, n(e)i; perhaps also n̥dhi (ending as epi, obhi etc. perhaps related to loc. in i, if if not even created after it).     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”