- νείφω
νείφω, spätere Form für νίφω, vgl. Schol. Il. 1, 420 u. Iac. A. P. p. 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νείφω, spätere Form für νίφω, vgl. Schol. Il. 1, 420 u. Iac. A. P. p. 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νείφω — (Α) 1. (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) νείφει χιονίζει 2. μτφ. (μτβ.) ρίχνω κάτι σαν βροχή, σε μεγάλη ποσότητα («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ οὐρανοῡ» Φίλ.) 3. (και το μέσ. ως ενεργ.) νείφομαι χιονίζω, πέφτω σαν χιόνι («νιφάδος νειφομένας», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
νείφω — νίφω pres subj act 1st sg νίφω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανείφω — και κατανίφω (Α) 1. καλύπτω με χιόνι («εἰ μὴ κατενειψε χιόνι τήν Θρᾴκην», Αριστοφ.) 2. ρίχνω κάτι από ψηλά σαν χιόνι, πασπαλίζω («κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντάς», Λουκιαν.) 3. απρόσ. κατανείφει χιονίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νείφω «καλύπτω με… … Dictionary of Greek
υπονείφω — και ὑπονίφω Α 1. (κυρίως ως τριτοπρόσ.) ὑπονείφει και ὑπονίφει χιονίζει λίγο 2. φρ. «νὺξ ὑπονιφομένη» χιονισμένη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νείφω «χιονίζω»] … Dictionary of Greek