- νεο-ῆλιξ
νεο-ῆλιξ, ικος, von jugendlichem Alter, Orph. H. 86, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-ῆλιξ, ικος, von jugendlichem Alter, Orph. H. 86, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek