- μελί-γληνος
μελί-γληνος, süßäugig, Hesych. erkl. ἡδυόφϑαλμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-γληνος, süßäugig, Hesych. erkl. ἡδυόφϑαλμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιόγληνος — ἰόγληνος, ήνη, ον (Α) αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. μελί γληνος, πολύ γληνος] … Dictionary of Greek
λιπόγληνος — λιπόγληνος, ον (Α) αόμματος, τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γληνος(< γλήνη «μάτι»), πρβλ. αστρό γληνος, μελί γληνος] … Dictionary of Greek
μελίγληνος — μελίγληνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] … Dictionary of Greek
γάνος — (I) το (Α γάνος) λάμψη, ακτινοβολία αρχ. 1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῡ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ. «παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι*, κατά το ουδ. σε … Dictionary of Greek