μελί-γλωσσος

μελί-γλωσσος

μελί-γλωσσος, honigzungig, süß, angenehm redend; πειϑώ, Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελιχρόγλωσσος — μελιχρόγλωσσος, ον (Μ) αυτός που έχει μελιχρή γλώσσα, αυτός που μιλά γλυκά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελιχρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. μελί γλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • μελίγλωσσος — μελίγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρό γλωσσος, χρυσό γλωσσος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”