- μελί-βρομος
μελί-βρομος, dasselbe, βοὰ αὐλῶν, Archi. 22 (VII, 696).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-βρομος, dasselbe, βοὰ αὐλῶν, Archi. 22 (VII, 696).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίβρομος — μελίβρομος, ον (Α) αυτός που ηχεί ευχάριστα, που βγάζει γλυκό ήχο, γλυκύφωνος («βοὰ αὐλοῑο μελιβρόμου», Αρχίλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βρόμος «ήχος» (πρβλ. μεγαλό βρομος)] … Dictionary of Greek