μελίτινος

μελίτινος

μελίτινος, = μελιτηρός; Zeno nannte τὸ πρὸς χάριν λέγειν μελιτίνη ἀγχόνη, D. L. 6, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελίτινος — μελίτινος, ίνη, ον (ΑM) 1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («τὸν πρὸς χάριν λόγον ἔφη μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι», Διογ. Λαέρτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. γύψ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • μελίτινος — made of honey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτίνη — μελίτινος made of honey fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτίνην — μελίτινος made of honey fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιτίνης — μελίτινος made of honey fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”