- μελίτωσις
μελίτωσις, ἡ, das Süßmachen mit Honig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίτωσις, ἡ, das Süßmachen mit Honig (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίτωση — η (Α μελίτωσις) [μελιτώ] νεοελλ. βοτ. νόσος τών φυτών και ιδίως τής ελιάς, η οποία συνίσταται στην έκκριση σακχαρούχων οργανικών ουσιών από τους κλάδους και τα φύλλα, που οφείλεται σε γενική αλλοίωση τής φυσιολογικής δραστηριότητας τού φυτού αρχ … Dictionary of Greek