- παρα-παστόν
παρα-παστόν, τό, Streupulver, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-παστόν, τό, Streupulver, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπόπαστον — τὸ, Μ υπόστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παστός (< πάσσω «πασπαλίζω»), πρβλ. παρά παστον] … Dictionary of Greek