- μελί-πτορθος
μελί-πτορθος, honigsprossend, Lob. Phryn. 668.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-πτορθος, honigsprossend, Lob. Phryn. 668.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίπτορθος — μελίπτορθος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + πτόρθος «βλαστός» (πρβλ. φιλό πτορθος)] … Dictionary of Greek