- μελέϊνος
μελέϊνος, = μελίϊνος, eschen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελέϊνος, = μελίϊνος, eschen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελέινος — μελέϊνος, η, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο μελίας, ο μελίινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά», κατά το πτελέϊνος, ή από το επίθ. μελίινος με ανομοιωτική τροπή τού ι σε ε ] … Dictionary of Greek
μελείνων — μελέινος ashen fem gen pl μελέινος ashen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελείνοις — μελέινος ashen masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίινος — μελίϊνος, ίνη, ον (Α) ο μελέινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek