μελάν-ουρος

μελάν-ουρος

μελάν-ουρος, mit schwarzem Schwanze, bes. – a) ein am Schwanze schwarz gefleckter Meerfisch, Arist. H. A. 8, 2 Ath. VII c. 93, worauf das Verbot des Pvthagoras μὴ γεύεσϑαι τῶν μελανούρων, Plut. educ. lib. 17, bezogen wird. – b) eine giftige Otternart, Ael. N. A. 6, 51.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… …   Dictionary of Greek

  • λάμπουρος — λάμπουρος, ον (Α) (για την αλεπού) αυτός που έχει ουρά λευκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λάμπρ ουρος, με ανομοίωση, < λαμπρός + ουρος < οὐρά (πρβλ. μελάν ουρος)] …   Dictionary of Greek

  • σίλουρος — Ψάρι. >Σιλουρίδες. Ο σίλουρος (silurus glanis) του οποίου το μήκος μπορεί να ξεπεράσει τα δύο μέτρα, ζει στα εσωτερικά νερά της Ευρώπης, και κυρίως στο Δούναβη. Αναπαράσταση υποθαλάσσιου περιβάλλοντος του σιλουρίου με χαρακτηριστικά είδη: 1.… …   Dictionary of Greek

  • σαίνουρος — ον, και ανώμ. τ. θηλ. σαινουρίς, ίδος, Α (για σκύλο) αυτός που κουνάει την ουρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω «κουνώ την ουρά» + ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ ουρος, μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

  • κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

  • σπανόουρος — ον, Μ αυτός που έχει μικρή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

  • σπατίλουρος — ον, Α αυτός που έχει βρόμικη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατίλη «υδαρές αποπάτημα» + ουρος (< οὐρα), πρβλ. μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

  • τριχίουρος — ο, Ν ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών που απαντούν στις ελληνικές και, γενικότερα, στις θερμές και εύκρατες θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiurus < θρίξ, τριχός + ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν ουρος. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνουρος — ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους μαλακίων τού Ινδικού Ωκεανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”