- μελάν-θριξ
μελάν-θριξ, τριχος, = μελανόϑριξ, Arist. physiogn. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάν-θριξ, τριχος, = μελανόϑριξ, Arist. physiogn. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριχίουρος — ο, Ν ζωολ. γένος περκόμορφων ψαριών που απαντούν στις ελληνικές και, γενικότερα, στις θερμές και εύκρατες θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiurus < θρίξ, τριχός + ουρος (< οὐρά), πρβλ. μελάν ουρος. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek