- μελάν-δρυον
μελάν-δρυον, τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάν-δρυον, τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεράνδρυον — γεράνδρυον, το (Α) γέρικο δέντρο, κορμός ή κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τον τύπο τού μελάν δρυον] … Dictionary of Greek