- μελάγ-γεως
μελάγ-γεως, att. dasselbe, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγ-γεως, att. dasselbe, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυπρόγεως — λυπρόγεως, ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM) 1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον η ξηρότητα τής γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό… … Dictionary of Greek