μελάγχιμος

μελάγχιμος

μελάγχιμος (vgl. δύςχιμος), schwarz; λευκον ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου, Aesch. Pers. 293, φάρεα, Ch. 11, γυῖα, Suppl. 700; πέπλος, Eur. Phoen. 375, γαίας πέδον, Rhes. 962; τὰ μελάγχιμα, = Vor., Poll. 5, 66.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελάγχιμος — μελάγχιμος, ον (Α) 1. μαύρος, σκοτεινός («λευκὸν ἧμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μελάγχιμα μαύρες κηλίδες στο χιόνι («εἰ δ ἐνέσται μελάγχιμα, δυσζήτητος ἔσται [ὁ λαγώς]», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + θ.… …   Dictionary of Greek

  • μελάγχιμον — μελάγχιμος black masc/fem acc sg μελάγχιμος black neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχίμοις — μελάγχιμος black masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχίμου — μελάγχιμος black masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχίμους — μελάγχιμος black masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαγχίμῳ — μελάγχιμος black masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάγχιμα — μελάγχιμος black neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάγχιμοι — μελάγχιμος black masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”