- μελάγ-χρως
μελάγ-χρως, ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγ-χρως, ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
κελαινόχρως — κελαινόχρως, ωτος, ὁ, ἡ και κελαινόχρους, ουν (ΑΜ) αυτός που έχει μαύρη χροιά, μελαψό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. απαλό χρως, μελάγ χρως. Ο τ. κελαινόχρους < κελαινός + χρους (< χρους <… … Dictionary of Greek
θαλασσόχρους — ουν (Μ θαλασσόχρους, ουν και οος, οον) ο θαλασσόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά χρους, μελάγ χρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος] … Dictionary of Greek
ισόχρους — ἰσόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει χρώμα ομοιόμορφο σε όλη του την έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. λευκό χρους, μελάγ χρους] … Dictionary of Greek
κανελόχρους — και κανελλόχρους, ουν κανελής, κανελόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανέλα + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. μελάγ χρους, χιονό χρους] … Dictionary of Greek
κεραμόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού, κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελάγ χρους] … Dictionary of Greek
κιτρινόχρους — ουν κιτρινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρινος + χρους (< χρώς), πρβλ. μελάγ χρους, φαιό χρους] … Dictionary of Greek
κογχυλόχρους — κογχυλόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τής κογχύλης, τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη + χρους (< χρώς), πρβλ. μελάγ χρους, τεφρό χρους] … Dictionary of Greek