- μελάν-υδρος
μελάν-υδρος, mit schwarzem, dunklem Wasser, κρήνη, Il. 16, 116 Od. 20, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάν-υδρος, mit schwarzem, dunklem Wasser, κρήνη, Il. 16, 116 Od. 20, 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χέρσυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους οφιδίων αρχ. ονομασία αμφίβιου φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + υδρος (< ὕδωρ*), πρβλ. μελάν υδρος, ὀλιγό ϋδρος] … Dictionary of Greek
πολύυδρος — η, ο / πολύυδρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + υδρος (< ὕδωρ, ατος), πρβλ. μελάν υδρος] … Dictionary of Greek