- μελάμ-πτερος
μελάμ-πτερος, schwarzflügelig, schwarzgefiedert, Archi. 21 (IX, 339 steht getrennt μέλαν πτερόν).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάμ-πτερος, schwarzflügelig, schwarzgefiedert, Archi. 21 (IX, 339 steht getrennt μέλαν πτερόν).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek