- νεο-θήξ
νεο-θήξ, ῆγος, = νεοϑηγής; σίδηρος, Andronic. ep. (VII, 181); νεοϑᾶγι σιδήρῳ, Sapph. 3 (VII, 489).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεο-θήξ, ῆγος, = νεοϑηγής; σίδηρος, Andronic. ep. (VII, 181); νεοϑᾶγι σιδήρῳ, Sapph. 3 (VII, 489).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλοθήξ — θῆγος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που συχνά ακονίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θήξ (< θήγω «οξύνω, ακονίζω»), πρβλ. νεο θήξ] … Dictionary of Greek