- μελλητής
μελλητής, ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελλητής, ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελλητής — μελλητής, ὁ (Α) [μέλλω] αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μελλητής — one who delays masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελληταί — μελλητής one who delays masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλητήν — μελλητής one who delays masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλητάς — μελλητά̱ς , μελλητής one who delays masc acc pl μελλητά̱ς , μελλητής one who delays masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek
μελλητικός — μελλητικός, ή, όν (Α) [μελλητής] 1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν καρτερία, υπομονή. επίρρ... μελλητικῶς (Α) 1. με ενδοιασμό, με δισταγμό 2. στο μέλλον … Dictionary of Greek
μελλητιώ — μελλητιῶ, άω (Α) επιθυμώ να χρονοτριβήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελλητής + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. βινητ ιώ, μαθητ ιώ)] … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
Φαβιανή Εταιρεία — (Fabian Society). Πολιτικομορφωτική οργάνωση σοσιαλιστικής απόχρωσης, που ιδρύθηκε το 1883 στη Μεγάλη Βρετανία. Το φαβιανό κίνημα φιλελεύθερου χαρακτήρα εντασσόταν στα ευρύτατα πλαίσια αναθεώρησης του μαρξισμού –που βρήκε στο πρόσωπο του Ααρών… … Dictionary of Greek
Φάβιοι — Μια από τις αρχαιότερες οικογένειες πατρικίων της αρχαίας Ρώμης που καυχιόταν ότι καταγόταν από τον Ηρακλή. Σε αυτήν ανήκαν υποχρεωτικά οι ιερείς της λατρείας του θεού Λουπέρκου. Έδωσε πολλούς πολιτικούς στη ρωμαϊκή δημοκρατία από το 485 π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek