- μελλητικός
μελλητικός, zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελλητικός, zum Zögern, Zaudern geneigt, Poll. 9, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελλητικός — μελλητικός, ή, όν (Α) [μελλητής] 1. αυτός που έχει τάση να καθυστερεί, βραδύς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελλητικόν καρτερία, υπομονή. επίρρ... μελλητικῶς (Α) 1. με ενδοιασμό, με δισταγμό 2. στο μέλλον … Dictionary of Greek
μελλητικός — inclined to delay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλητικά — μελλητικός inclined to delay neut nom/voc/acc pl μελλητικά̱ , μελλητικός inclined to delay fem nom/voc/acc dual μελλητικά̱ , μελλητικός inclined to delay fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλητικόν — μελλητικός inclined to delay masc acc sg μελλητικός inclined to delay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλητικαί — μελλητικός inclined to delay fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλητικῶς — μελλητικός inclined to delay adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλετικό(ν) — το το πεπρωμένο («αν έναι κι ήτονε ποτέ τούτο μελλετικό μου, καλλιά το να χα γεννηθεί δίχως τών αμματιώ μου», Ερωφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μελλητικό(ν) (< μέλλω), ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. του επιθ. μελλητικός. Το ε αντί η πιθ. από επίδραση τού… … Dictionary of Greek