μεληδόν

μεληδόν

μεληδόν, = μελεϊστί, gliederweis, κρέα μεληδὸν ὠπτημένα, Posidon. bei Ath. IV, 153 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεληδόν — in order indeclform (adverb) μεληδών fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εληδόν — μεληδόν (ΑM) επίρρ. 1. κατά μέλη, κομματιαστά, μελεϊστί* 2. με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

  • SECTIO — in suppliciis olim frequens. Et quidem vel de flagellatione ante supplicium vox sumpta. Horatius de Mena, Od. 4. Epod. v. 11. Sectus flagellis hic Triumviralibus. Vel de quovis alio excarnificationis genere, ut τέμνειν apud Graecos, vide Arrianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • τεμαχίζω — ΝΜΑ [τέμαχος] κόβω σε τεμάχια, σε κομμάτια, κομματιάζω (α. «τεμάχισε το κρέας» β. «ξιφίας κητώδης... τεμαχίζεται», Ξενοκρ.) αρχ. μτφ. διαιρώ, διαχωρίζω (α. «τεμαχίζειν μεληδὸν τὸν νόμον», Πορφ. β. «τεμαχίζειν τὴν πραγματείαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”